- πτώξ
- -ωκός, ὁ, ἡ, και ποιητ. τ. πτάξ, -ακός, Α1. (ως επίθ. τού λαγού) αυτός που μαζεύεται από τον φόβο («ἁρπάξων ἤ ἄρν΄ ἀμαλὴν ἤ πτῶκα λαγωόν», Ομ. Ιλ.)2. ως ουσ. ο λαγός («καὶ πτῶκας βάλλει καὶ θηρία πάντα διώκει», Θεοκρ.)3. δειλός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πτώξ/πτάξ έχει σχηματιστεί από πτω-/πτᾰ (βλ. λ. πτήσσω) με ουρανικό ένθημα -κ- και κατάλ. -ς. Η λ. πτώξ χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον λαγό, ο οποίος θεωρείται ότι τρομάζει εύκολα και μαζεύεται από τον φόβο του].
Dictionary of Greek. 2013.